θαυματουργόβρυτον

θαυματουργόβρυτον
θαυματουργόβρυτον, το (Μ)
αυτό από όπου αναβρύζει ή τρέχει θαυματουργό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυματουργός + -βρυτος (< βρύω), πρβλ. χαριτό-βρυτος, ωκεανό-βρυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”